- μπαλαντζάρω
- dengelemek, teraziye getirmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μπαλαντζάρω — και παλαντσάρω [μπαλάντζα] είμαι ασταθής, κυμαίνομαι … Dictionary of Greek
μπαλαντζάρισμα — και παλαντσάρισμα, το αστάθεια, διακύμανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλαντζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρω: κορνάρισμα] … Dictionary of Greek
παλαντζάρω — βλ. μπαλαντζάρω … Dictionary of Greek